- ἐμποδίζειν
- ἐμποδίζωput the feet in bondspres inf act (attic epic)ἐμποδίζωput the feet in bondspres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποκρούω — ὑποκρούω ΝΑ [κρούω] κρούω ελαφρά τις χορδές μουσικού οργάνου για συνοδεία τραγουδιού ή απαγγελίας αρχ. 1. χτυπώ ελαφρά 2. μτφ. α) (με αιτ.) διακόπτω («ὑποκρούω τοὺς ῥήτορας τὸ μεταξύ λεγόντων αὐτῶν ἀντιφθεγγόμενον ἐμποδίζειν», Ησύχ.) β) (ειδικά)… … Dictionary of Greek